φιλοκηδεμών

φιλοκηδεμών
φῐλο-κηδεμών, όνος, , ,
A fond of one's relatives, X.Ages.11.13.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φιλοκηδεμών — όνος, ὁ, ἡ, Α αυτός που αγαπά τους συγγενείς του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κηδεμών, όνος] …   Dictionary of Greek

  • φιλοκηδεμόνα — φιλοκηδεμών fond of one s relatives masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”